ετεροφασία

ετεροφασία
η
ιατρ. είδος νευρικής αφασίας ή διαταραχής τής λαλιάς, που οφείλεται σε βλάβη τού κέντρου τού λόγου και κατά την οποία ο ασθενής κάνει εσφαλμένη χρήση τών λέξεων ή χρησιμοποιεί άλλες λέξεις αντί άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. ετερο-* + -φασία (< -φατος < θ. φα- τού φημί), πρβλ. α-φασία, πολυφασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”